3,277,300
edits
(5) |
(nl) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''κᾰκοξύνετος:''' -ον, αυτός που έχει φρόνιμη [[σκέψη]] προς το [[κακό]], [[πανούργος]], [[δόλιος]], σε Θουκ. | |lsmtext='''κᾰκοξύνετος:''' -ον, αυτός που έχει φρόνιμη [[σκέψη]] προς το [[κακό]], [[πανούργος]], [[δόλιος]], σε Θουκ. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=κακοξύνετος -ον [κακός, συνίημι] slinks, sluw, leep. | |||
}} | }} |