Anonymous

κακοξύνετος: Difference between revisions

From LSJ
5
(18)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κακοξύνετος]], -ον (Α)<br />[[ευφυής]], [[συνετός]] στο [[κακό]] («οὐκ ἀξυνετωτέρου, κακοξυνετωτέρου δέ» — όχι λιγότερο συνετού, [[αλλά]] συνετότερου στο [[κακό]], <b>Θουκ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κακ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>ξυνετός</i>].
|mltxt=[[κακοξύνετος]], -ον (Α)<br />[[ευφυής]], [[συνετός]] στο [[κακό]] («οὐκ ἀξυνετωτέρου, κακοξυνετωτέρου δέ» — όχι λιγότερο συνετού, [[αλλά]] συνετότερου στο [[κακό]], <b>Θουκ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κακ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>ξυνετός</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κᾰκοξύνετος:''' -ον, αυτός που έχει φρόνιμη [[σκέψη]] προς το [[κακό]], [[πανούργος]], [[δόλιος]], σε Θουκ.
}}
}}