Anonymous

κακοξύνετος: Difference between revisions

From LSJ
nl
(5)
(nl)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κᾰκοξύνετος:''' -ον, αυτός που έχει φρόνιμη [[σκέψη]] προς το [[κακό]], [[πανούργος]], [[δόλιος]], σε Θουκ.
|lsmtext='''κᾰκοξύνετος:''' -ον, αυτός που έχει φρόνιμη [[σκέψη]] προς το [[κακό]], [[πανούργος]], [[δόλιος]], σε Θουκ.
}}
{{elnl
|elnltext=κακοξύνετος -ον [κακός, συνίημι] slinks, sluw, leep.
}}
}}