δεσμώτης: Difference between revisions

nl
(3)
(nl)
Line 33: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δεσμώτης:''' -ου, ὁ ([[δεσμόω]]),<br /><b class="num">I.</b> [[φυλακισμένος]], [[αιχμάλωτος]], σε Ηρόδ., Αττ.<br /><b class="num">II.</b> ως επίθ., [[αλυσοδεμένος]], [[σιδηροδέσμιος]], δεσμευμένος, σε Αισχύλ.· θηλ. [[δεσμῶτις]], σε Σοφ.
|lsmtext='''δεσμώτης:''' -ου, ὁ ([[δεσμόω]]),<br /><b class="num">I.</b> [[φυλακισμένος]], [[αιχμάλωτος]], σε Ηρόδ., Αττ.<br /><b class="num">II.</b> ως επίθ., [[αλυσοδεμένος]], [[σιδηροδέσμιος]], δεσμευμένος, σε Αισχύλ.· θηλ. [[δεσμῶτις]], σε Σοφ.
}}
{{elnl
|elnltext=δεσμώτης -ου, ὁ [δεσμός] gevangene; als adj. vastgebonden, geketend, gevangen.
}}
}}