Anonymous

δεσμώτης: Difference between revisions

From LSJ
3
(9)
(3)
Line 30: Line 30:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (θηλ. δεσμώτις, η) (AM [[δεσμώτης]], ο<br />θηλ. [[δεσμῶτις]], η)<br />[[φυλακισμένος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που επηρεάζεται απόλυτα από κάποιον ή [[κάτι]], [[δέσμιος]] («[[δεσμώτης]] του έρωτα»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Τα [[δεσμώτης]], [[δεσμωτήριον]], [[δέσμωμα]] [[είναι]] παράγωγα του [[δεσμός]], παρεκτεταμένα με -<i>ω</i>-. Δεν πρόκειται για παράγωγα ρήματος σε -<i>όω</i>, του [[δεσμόω]], -<i>ώ</i>, το οποίο [[είναι]] μεταγενέστερο].
|mltxt=ο (θηλ. δεσμώτις, η) (AM [[δεσμώτης]], ο<br />θηλ. [[δεσμῶτις]], η)<br />[[φυλακισμένος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που επηρεάζεται απόλυτα από κάποιον ή [[κάτι]], [[δέσμιος]] («[[δεσμώτης]] του έρωτα»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Τα [[δεσμώτης]], [[δεσμωτήριον]], [[δέσμωμα]] [[είναι]] παράγωγα του [[δεσμός]], παρεκτεταμένα με -<i>ω</i>-. Δεν πρόκειται για παράγωγα ρήματος σε -<i>όω</i>, του [[δεσμόω]], -<i>ώ</i>, το οποίο [[είναι]] μεταγενέστερο].
}}
{{lsm
|lsmtext='''δεσμώτης:''' -ου, ὁ ([[δεσμόω]]),<br /><b class="num">I.</b> [[φυλακισμένος]], [[αιχμάλωτος]], σε Ηρόδ., Αττ.<br /><b class="num">II.</b> ως επίθ., [[αλυσοδεμένος]], [[σιδηροδέσμιος]], δεσμευμένος, σε Αισχύλ.· θηλ. [[δεσμῶτις]], σε Σοφ.
}}
}}