3,273,787
edits
(6) |
(nl) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''σπάργᾰνον:''' τό ([[σπάργω]]), μακρύ και πλατύ ύφασμα στο οποίο τυλίγονται τα βρέφη, και στον πληθ. φασκιές, σε Ομηρ. Ύμν., Πίνδ.· [[παῖς]] ἔτ' ὢν ἐν σπαργάνοις, σε Αισχύλ.· τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα, τα σημάδια μέσω των οποίων ταυτοποιείται ένα [[πρόσωπο]], Λατ. monumenta, [[crepundia]], σε Σοφ., Αριστοφ. | |lsmtext='''σπάργᾰνον:''' τό ([[σπάργω]]), μακρύ και πλατύ ύφασμα στο οποίο τυλίγονται τα βρέφη, και στον πληθ. φασκιές, σε Ομηρ. Ύμν., Πίνδ.· [[παῖς]] ἔτ' ὢν ἐν σπαργάνοις, σε Αισχύλ.· τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα, τα σημάδια μέσω των οποίων ταυτοποιείται ένα [[πρόσωπο]], Λατ. monumenta, [[crepundia]], σε Σοφ., Αριστοφ. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=σπάργανον -ου, τό [σπάργω] windsel, doek (om een pasgeboren kind mee in te wikkelen):; παῖς ἔτ ’ ὢν ἐν σπαργάνοις ‘toen hij nog in de luiers lag’ Aeschl. Ch. 755; overdr..; ὄνειδος σπαργάνων ἀνειλόμην ik nam die schande mee vanuit de wieg Soph. OT 1035; uitbr.. τούτου δός... μοι τὰ σπάργανα geef me zijn lappen (van een voddig toneelkostuum) Aristoph. Ach. 431. | |||
}} | }} |