συγκινδυνεύω: Difference between revisions

nl
(6)
(nl)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συγκινδῡνεύω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[διατρέχω]] κίνδυνο από κοινού με κάποιον, <i>τινί</i>, σε Θουκ. κ.λπ.· απόλ., [[συμμετέχω]] στον κίνδυνο, [[κινδυνεύω]], [[πολεμώ]] μαζί με, σε Ξεν., Δημ. κ.λπ.
|lsmtext='''συγκινδῡνεύω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[διατρέχω]] κίνδυνο από κοινού με κάποιον, <i>τινί</i>, σε Θουκ. κ.λπ.· απόλ., [[συμμετέχω]] στον κίνδυνο, [[κινδυνεύω]], [[πολεμώ]] μαζί με, σε Ξεν., Δημ. κ.λπ.
}}
{{elnl
|elnltext=συγ-κινδυνεύω, Att. ook ξυγκινδυνεύω samen gevaar lopen, het gevaar delen; met dat. met iem.; abs.; met acc. v. h. inw. obj.. θάνατον σ. samen levensgevaar lopen Luc. 39.27.
}}
}}