3,274,123
edits
(6) |
(3b) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''πλησμονή:''' ἡ (πίμ-πλημι), [[γέμισμα]], [[πλήρωση]] ή [[ικανοποίηση]], η [[κατάσταση]] του κορεσμού, [[ιδίως]] λέγεται για το [[φαγητό]], [[πλήρωση]] του στομάχου, [[κορεσμός]], [[κόρος]], σε Ευρ., Ξεν.· με γεν., [[τῶν]] ἄλλων ἐστι [[πλησμονή]], σε Αριστοφ. | |lsmtext='''πλησμονή:''' ἡ (πίμ-πλημι), [[γέμισμα]], [[πλήρωση]] ή [[ικανοποίηση]], η [[κατάσταση]] του κορεσμού, [[ιδίως]] λέγεται για το [[φαγητό]], [[πλήρωση]] του στομάχου, [[κορεσμός]], [[κόρος]], σε Ευρ., Ξεν.· με γεν., [[τῶν]] ἄλλων ἐστι [[πλησμονή]], σε Αριστοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πλησμονή:''' ἡ<b class="num">1)</b> наполнение (π. καὶ [[κένωσις]] Plat.);<br /><b class="num">2)</b> насыщение, удовлетворение (π. τινος и περί τι Plat.; τῆς σαρκός NT);<br /><b class="num">3)</b> пресыщение ([[μήτε]] [[ἔνδεια]] [[μήτε]] π. Plat.): ἐς πλησμονάς Eur. до пресыщения. | |||
}} | }} |