πλησμονή
παρθενικὴν δὲ γαμεῖν, ἵνα ἤθεα κεδνὰ διδάξῃς → take thee a maiden to wife, and teach her ways of discretion
English (LSJ)
ἡ,
A a being filled, satiety, opp. ἔνδεια, κένωσις, Pl.R. 571e, Smp.186c; esp. with food, repletion, surfeit, Hp.Aph.2.4; οὔτε π. οὔτε μέθη X.Cyr.4.2.40, cf. Phld.Mus.p.62K.; ἐς πλησμονάς E.Tr. 1211; ἐν πλησμονῇ τοι Κύπρις, ἐν πεινῶντι δ' οὔ Id.Fr.895; ἐσθίειν εἰς π. LXX Ex.16.3: c. gen., τῶν μὲν γὰρ ἄλλων ἐστὶ πάντων π. Ar.Pl.189, cf. Isoc.1.20; π. ὑγροῦ Hp.Aph.7.62; τιμῆς τε καὶ νίκης Pl.R. 586d, etc.; also π. περί τι Id.Lg.837c; π. ἀπό τινος Luc.Nigr.33.
II abundance, LXX Pr.3.10, Gp.1.10.8 (pl.).
German (Pape)
[Seite 635] ἡ, Anfüllung, Fülle, Überfluß, Sättigung; Ar. Plut. 189; im plur., Eur. Troad. 1211; in Prosa: πλησμονὴ γίγνοιτο τῆς συνουσίας, Plat. Couv. 141 c, u. öfter; Gegensatz ἔνδεια, Rep. IX, 571 e, κένωσις, Conv. 186 c; ἁπάντων, Isocr. 1, 20; τὰς πλησμονὰς ἀγαπᾷν, 1, 46; Xen. Mem. 3, 11, 14 u. öfter, u. Sp., bes. von Übersättigung mit Speise, Pol. 2, 19, 4; ἡ ἀπό τινος πλ., Luc. Nigr. 33.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
plénitude, rassasiement, satiété;
NT: satisfaction.
Étymologie: πλήθω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πλησμονή -ῆς, ἡ [πλήθω] het vol zijn, verzadiging (van een verlangen of behoefte):; ἐς πλησμονάς tot aan verzadiging (d.w.z. tot in het extreme) Eur. Tr. 1211; met gen. verzadiging met/door; ook met περί + acc., met ἀπό + gen.; het zich vol eten, (te) veel eten.
Russian (Dvoretsky)
πλησμονή: ἡ
1 наполнение (π. καὶ κένωσις Plat.);
2 насыщение, удовлетворение (π. τινος и περί τι Plat.; τῆς σαρκός NT);
3 пресыщение (μήτε ἔνδεια μήτε π. Plat.): ἐς πλησμονάς Eur. до пресыщения.
English (Strong)
from a presumed derivative of πλήθω; a filling up, i.e. (figuratively) gratification: satisfying.
English (Thayer)
πλησμονῆς, ἡ (πίμπλημι (cf. Winer's Grammar, 94 (89))), repletion, satiety (Vulg. saturitas): πρός πλησμονήν σαρκός, for the satisfying of the flesh, to satiate the desires of the flesh (see σάρξ, 4), R. V.) render the phrase against (i. e. for the remedy of) the indulgence of the flesh; see Lightfoot at the passage, and πρός. I:1c.). (Aristophanes, Euripides, Xenophon, Plato, Plutarch, others; the Sept..)
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ
1. (σχετικά με τροφή) κορεσμός, χόρτασμα
2. αφθονία, πληθώρα, πολύ μεγάλη ποσότητα («υπήρξε πλησμονή σφαγίων το Πάσχα στην αγορά»)
αρχ.
τέλεια πλήρωση, γέμισμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί από το θ. πλησ- του πίμ-πλ-ημι (πρβλ. αόρ. ἔ-πλησ-α) + κατάλ. -μονή (< -μων), πρβλ. πη-μονή: πῆμα, φλεγ-μονή: φλέγμα.
Greek Monotonic
πλησμονή: ἡ (πίμ-πλημι), γέμισμα, πλήρωση ή ικανοποίηση, η κατάσταση του κορεσμού, ιδίως λέγεται για το φαγητό, πλήρωση του στομάχου, κορεσμός, κόρος, σε Ευρ., Ξεν.· με γεν., τῶν ἄλλων ἐστι πλησμονή, σε Αριστοφ.
Greek (Liddell-Scott)
πλησμονή: ἡ, (πίμπλημι) ὡς καὶ νῦν, ἐντελὴς πλήρωσις, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἔνδεια, κένωσις, Πλάτ. Πολ. 571Ε, Συμπ. 186C· μάλιστα ἐπὶ τροφῆς, ἔμπλησις, χορτασμός, κόρος, Ἱππ. Ἀφ. 1244· οὔτε πλ. οὔτε μέθη Ξεν. Κύρ. 4. 2, 40, κτλ.· ἐς πλησμονὰς Εὐρ. Τρῳ. 1211· ἐν πλησμονῇ τοι Κύπρις, ἐν πεινῶντι δ’ οὔ ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 887· ― μετὰ γεν., τῶν μὲν γὰρ ἄλλων πάντων ἐστὶ πλ. Ἀριστοφ. Πλ. 189, πρβλ. Ἰσοκρ. 6Β· πλ. ὑγροῦ Ἱππ. Ἀφ. 1260· τιμῆς τε καὶ νίκης Πλάτ. Πολ. 586C, κτλ.· ὡσαύτως, π. περί τι ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 837C· πλ. ἀπό τινος Λουκ. Νιγρ. 33. ΙΙ. ἀφθονία, πλῆθος, Ἑβδ. (Παροιμ. Γ΄, 10), Γεωπ. 1. 10, 8.
Middle Liddell
πλησμονή, ἡ, πίμπλημι
a filling or being filled, satiety; especially of food, repletion, satiety, surfeit, Eur., Xen.:—c. gen., τῶν ἄλλων ἐστι πλ. Ar.
Chinese
原文音譯:plhsmon» 普累士摩尼
詞類次數:名詞(1)
原文字根:滿的-停留(著) 相當於: (מָלֵא) (שָׂבַע)
字義溯源:滿足,完滿,滿足感,放任,情慾;源自(πίμπλημι)*=充滿)
出現次數:總共(1);西(1)
譯字彙編:
1) 情慾(1) 西2:23
English (Woodhouse)
Mantoulidis Etymological
(=χορτασμός). Ἀπό τό πίμπλημι (=γεμίζω), ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
Translations
abundance
Afrikaans: oorvloed; Albanian: bollëk; Arabic: كَثْرَة, غَزَارَة; Armenian: առատություն; Azerbaijani: bolluq; Bulgarian: обилие, изобилие; Catalan: abundància; Crimean Tatar: bereket; Czech: hojnost; Dalmatian: bonduanza; Dutch: overvloed; Esperanto: sufiĉego, abundo, abundeco; Finnish: runsaus, yltäkylläisyys, ylenpalttisuus; French: abondance; Galician: abundancia, fartura, abastanza; German: Überfluss; Gothic: 𐌼𐌰𐌽𐌰𐌲𐌳𐌿𐌸𐍃; Ancient Greek: ἀφθονία, δαψίλεια, εὐθένεια, εὐθεσία, εὐπορία, εὐποσία, εὐφορία, θαλία, περισσεία, περισσότης, πλεόνασις, πλεόνασμα, χορτασμός; Haitian Creole: abondans; Hebrew: שפע; Hungarian: bőség, áradat; Icelandic: gnægð; Indonesian: limpah-ruah; Interlingua: abundantia; Irish: líonmhaireacht, raidhse, flúirse; Italian: abbondanza, cuccagna; Japanese: 大量, 多量, 豊富, 過剰; Kurdish Central Kurdish: زۆری; Latin: copia, abundantia, largitas; Luxembourgish: Iwwerfloss; Malay: kelimpahan; Maori: ranea, harahara; Norwegian: overflod; Persian: فراوانی, فزونی; Polish: obfitość; Portuguese: abundância; Romanian: abundență; Russian: изобилие; Sanskrit: आयात, ऋद्धि; Scottish Gaelic: pailteas; Serbo-Croatian: изобиље, обиље; Spanish: abundancia; Swahili: wingi; Swedish: överflöd; Tagalog: kasaganaan; Tocharian B: artkiye; Turkish: bolluk, varlık; Ukrainian: ряснота, рясота; Vietnamese: phong phú; Volapük: bundan
satiety
Arabic: شَبَع; Bulgarian: насита, насищане; Catalan: sacietat; Chinese Mandarin: 飽腹感, 饱腹感; Czech: sytost, nasycenost; Danish: mæthed; Dutch: verzadiging; Finnish: kylläisyys; French: satiété; Galician: saciedade, fartura; Georgian: სიმაძღრე; German: Sattheit, Sättigung, Befriedigung; Greek: κορεσμός; Ancient Greek: ἅδος, ἔμπλησμα, διακορία, ἦδος, κόρος, πληθώρα, πληθώρη, πλήρωμα, πλησμονή, τὸ πλήσμιον, χορτασία, χορτασμός; Hebrew: שֹבַע, שָֹבְעָה; Latin: satietas; Manx: sonnys; Polish: sytość, najedzenie; Portuguese: saciedade; Punjabi: ਰੱਜ; Romanian: sațietate; Russian: сытость; Spanish: saciedad; Tocharian B: soylñe; Turkish: tokluk; Welsh: syrffed; ǃXóõ: da̰m