Anonymous

πλησμονή: Difference between revisions

From LSJ
3b
(6)
(3b)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πλησμονή:''' ἡ (πίμ-πλημι), [[γέμισμα]], [[πλήρωση]] ή [[ικανοποίηση]], η [[κατάσταση]] του κορεσμού, [[ιδίως]] λέγεται για το [[φαγητό]], [[πλήρωση]] του στομάχου, [[κορεσμός]], [[κόρος]], σε Ευρ., Ξεν.· με γεν., [[τῶν]] ἄλλων ἐστι [[πλησμονή]], σε Αριστοφ.
|lsmtext='''πλησμονή:''' ἡ (πίμ-πλημι), [[γέμισμα]], [[πλήρωση]] ή [[ικανοποίηση]], η [[κατάσταση]] του κορεσμού, [[ιδίως]] λέγεται για το [[φαγητό]], [[πλήρωση]] του στομάχου, [[κορεσμός]], [[κόρος]], σε Ευρ., Ξεν.· με γεν., [[τῶν]] ἄλλων ἐστι [[πλησμονή]], σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''πλησμονή:''' ἡ<b class="num">1)</b> наполнение (π. καὶ [[κένωσις]] Plat.);<br /><b class="num">2)</b> насыщение, удовлетворение (π. τινος и περί τι Plat.; τῆς σαρκός NT);<br /><b class="num">3)</b> пресыщение ([[μήτε]] [[ἔνδεια]] [[μήτε]] π. Plat.): ἐς πλησμονάς Eur. до пресыщения.
}}
}}