3,277,301
edits
(4) |
(2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἕπω:''' (Β), <b>Α.</b> [[ασχολούμαι]], απασχολούμαι, καταπιάνομαι, [[καταγίνομαι]] με, <i>τεύχε' ἕποντα</i>, ασχολούνταν με την [[πανοπλία]] του, σε Ομήρ. Ιλ.· πρβλ. ἀμφι-έπω, δι-έπω, ἐφ-έπω, μεθ-έπω, περι-έπω. <b> Β.</b> Μέσ. [[ἕπομαι]]· παρατ. [[εἱπόμην]], Επικ. [[ἑπόμην]]· μέλ. [[ἕψομαι]], αόρ. βʹ με [[δασεία]] [[ἑσπόμην]], βʹ ενικ. [[ἕσπεο]], απαρ. [[ἑσπέσθαι]], μτχ. [[ἑσπόμενος]], προστ. [[ἕπεο]], [[σπεῖο]]·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[ακολουθώ]], υποτάσσομαι ή [[συνοδεύω]] κάποιον, σε Όμηρ.· με δοτ. προσ., στον ίδ.· επίσης, ἕπεσθαι [[ἅμα]] τινί, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· [[μετά]] τινι ή <i>τινα</i>, στον ίδ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> [[ακολουθώ]] ως [[ακόλουθος]], [[συνοδός]], [[υπηρέτης]], σε Ομήρ. Οδ.· επίσης, [[συνοδεύω]] ως τιμητική [[συνοδεία]], Λατ. prosequi, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">3.</b> με εχθρική [[σημασία]], [[παρακολουθώ]], [[καταδιώκω]], <i>τινι</i>, στο ίδ.<br /><b class="num">4.</b> [[συμβαδίζω]] με, <i>ἕπεθ' ἵπποις</i>, σε Όμηρ.· μεταφ., λέγεται για τα [[άκρα]] ενός ανθρώπου, όταν αυτά λειτουργούν σύμφωνα με τις διαταγές, προσταγές του, στον ίδ.<br /><b class="num">5.</b> [[ακολουθώ]] τις κινήσεις κάποιου άλλου, [[τρυφάλεια]] ἕσπετο χειρί, η [[περικεφαλαία]] συμβάδισε με το [[χέρι]] του, δηλ. αποσπάστηκε και έμεινε στο [[χέρι]] του, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">6.</b> υποτάσσομαι, [[υπακούω]], [[υποκύπτω]] σε, <i>τῷ νόμῳ</i>, σε Ηρόδ., Αττ.<br /><b class="num">7.</b> [[απλώς]], [[έρχομαι]] κοντά, [[πλησιάζω]], [[προσεγγίζω]], μόνο σε προστ., [[ἕπεο]] [[προτέρω]], έλα πιο κοντά, σε Όμηρ.<br /><b class="num">8.</b> [[παρακολουθώ]], [[ιδίως]], λέγεται για το [[μυαλό]], [[καταλαβαίνω]], [[εννοώ]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">II. 1.</b> λέγεται για [[τιμή]], [[δόξα]] κ.λπ., [[τούτῳ]] [[κῦδος]] ἅμ' ἕψεται, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> [[ακολουθώ]] από κοντά, [[έπομαι]], [[διαδέχομαι]], [[επακολουθώ]], τῇ ἀχαριστίᾳ ἡ [[ἀναισχυντία]] ἕπ., σε Ξεν. | |lsmtext='''ἕπω:''' (Β), <b>Α.</b> [[ασχολούμαι]], απασχολούμαι, καταπιάνομαι, [[καταγίνομαι]] με, <i>τεύχε' ἕποντα</i>, ασχολούνταν με την [[πανοπλία]] του, σε Ομήρ. Ιλ.· πρβλ. ἀμφι-έπω, δι-έπω, ἐφ-έπω, μεθ-έπω, περι-έπω. <b> Β.</b> Μέσ. [[ἕπομαι]]· παρατ. [[εἱπόμην]], Επικ. [[ἑπόμην]]· μέλ. [[ἕψομαι]], αόρ. βʹ με [[δασεία]] [[ἑσπόμην]], βʹ ενικ. [[ἕσπεο]], απαρ. [[ἑσπέσθαι]], μτχ. [[ἑσπόμενος]], προστ. [[ἕπεο]], [[σπεῖο]]·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[ακολουθώ]], υποτάσσομαι ή [[συνοδεύω]] κάποιον, σε Όμηρ.· με δοτ. προσ., στον ίδ.· επίσης, ἕπεσθαι [[ἅμα]] τινί, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· [[μετά]] τινι ή <i>τινα</i>, στον ίδ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> [[ακολουθώ]] ως [[ακόλουθος]], [[συνοδός]], [[υπηρέτης]], σε Ομήρ. Οδ.· επίσης, [[συνοδεύω]] ως τιμητική [[συνοδεία]], Λατ. prosequi, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">3.</b> με εχθρική [[σημασία]], [[παρακολουθώ]], [[καταδιώκω]], <i>τινι</i>, στο ίδ.<br /><b class="num">4.</b> [[συμβαδίζω]] με, <i>ἕπεθ' ἵπποις</i>, σε Όμηρ.· μεταφ., λέγεται για τα [[άκρα]] ενός ανθρώπου, όταν αυτά λειτουργούν σύμφωνα με τις διαταγές, προσταγές του, στον ίδ.<br /><b class="num">5.</b> [[ακολουθώ]] τις κινήσεις κάποιου άλλου, [[τρυφάλεια]] ἕσπετο χειρί, η [[περικεφαλαία]] συμβάδισε με το [[χέρι]] του, δηλ. αποσπάστηκε και έμεινε στο [[χέρι]] του, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">6.</b> υποτάσσομαι, [[υπακούω]], [[υποκύπτω]] σε, <i>τῷ νόμῳ</i>, σε Ηρόδ., Αττ.<br /><b class="num">7.</b> [[απλώς]], [[έρχομαι]] κοντά, [[πλησιάζω]], [[προσεγγίζω]], μόνο σε προστ., [[ἕπεο]] [[προτέρω]], έλα πιο κοντά, σε Όμηρ.<br /><b class="num">8.</b> [[παρακολουθώ]], [[ιδίως]], λέγεται για το [[μυαλό]], [[καταλαβαίνω]], [[εννοώ]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">II. 1.</b> λέγεται για [[τιμή]], [[δόξα]] κ.λπ., [[τούτῳ]] [[κῦδος]] ἅμ' ἕψεται, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> [[ακολουθώ]] από κοντά, [[έπομαι]], [[διαδέχομαι]], [[επακολουθώ]], τῇ ἀχαριστίᾳ ἡ [[ἀναισχυντία]] ἕπ., σε Ξεν. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἕπω:''' (impf. εἷπον и [[ἕπον]]) (чему-л. предаваться, чем-л.) заниматься, хлопотать: ἕ. τεύχεα Hom. готовить оружие (в остальных случаях - только с префиксами: [[ἀμφέπω]], [[διέπω]], [[ἐφέπω]] etc. всегда in tmesi). - см. [[ἕπομαι]]. | |||
}} | }} |