κυφός: Difference between revisions

240 bytes added ,  31 December 2018
nl
(5)
(nl)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κῡφός:''' -ή, -όν ([[κύπτω]]), αυτός που γέρνει προς τα [[εμπρός]], λυγισμένος, [[καμπουριαστός]], [[σκυφτός]], [[κυρτός]], σε Ομήρ. Οδ., Αριστοφ.
|lsmtext='''κῡφός:''' -ή, -όν ([[κύπτω]]), αυτός που γέρνει προς τα [[εμπρός]], λυγισμένος, [[καμπουριαστός]], [[σκυφτός]], [[κυρτός]], σε Ομήρ. Οδ., Αριστοφ.
}}
{{elnl
|elnltext=κυφός -ή -όν [~ κύπτω] krom, gebocheld:; γήραϊ κυφὸς ἔην hij was krom van ouderdom Od. 2.16; techn.: μήτε λορδὸν μήτε κυφόν noch concaaf noch convex Hp. Fract. 16.
}}
}}