Anonymous

κυφός: Difference between revisions

From LSJ
259 bytes added ,  31 December 2018
5
(22)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Α [[κυφός]], -ή, -όν)<br />αυτός που κλίνει [[προς]] τα [[εμπρός]], που η σπονδυλική του [[στήλη]] παρουσιάζει [[κύφωση]], [[σκυφτός]], καμπουριασμένος («τῷ γὰρ εἰκὸς ἄνδρα κυφόν», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[ποτήρι]]) [[κοίλος]], κυρτωμένος, [[στρογγυλός]]<br /><b>2.</b> (<b>το θηλ. στον πληθ.</b>) <i>αἱ κυφαί</i><br />ένα από τα είδη τών γαρίδων («τῶν μὲν γὰρ καρίδων αἵ τε κυφαὶ καὶ αἱ κραγγόνες καὶ τὸ μικρὸν [[γένος]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «ἕλκονται ἐς τὸ κυφόν» — έχουν [[κύρτωμα]] στη [[ράχη]] <b>(Ιπποκρ.)</b>.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[κύπτω]].
|mltxt=-ή, -ό (Α [[κυφός]], -ή, -όν)<br />αυτός που κλίνει [[προς]] τα [[εμπρός]], που η σπονδυλική του [[στήλη]] παρουσιάζει [[κύφωση]], [[σκυφτός]], καμπουριασμένος («τῷ γὰρ εἰκὸς ἄνδρα κυφόν», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[ποτήρι]]) [[κοίλος]], κυρτωμένος, [[στρογγυλός]]<br /><b>2.</b> (<b>το θηλ. στον πληθ.</b>) <i>αἱ κυφαί</i><br />ένα από τα είδη τών γαρίδων («τῶν μὲν γὰρ καρίδων αἵ τε κυφαὶ καὶ αἱ κραγγόνες καὶ τὸ μικρὸν [[γένος]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «ἕλκονται ἐς τὸ κυφόν» — έχουν [[κύρτωμα]] στη [[ράχη]] <b>(Ιπποκρ.)</b>.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[κύπτω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κῡφός:''' -ή, -όν ([[κύπτω]]), αυτός που γέρνει προς τα [[εμπρός]], λυγισμένος, [[καμπουριαστός]], [[σκυφτός]], [[κυρτός]], σε Ομήρ. Οδ., Αριστοφ.
}}
}}