3,276,932
edits
(5) |
(nl) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''κῡφός:''' -ή, -όν ([[κύπτω]]), αυτός που γέρνει προς τα [[εμπρός]], λυγισμένος, [[καμπουριαστός]], [[σκυφτός]], [[κυρτός]], σε Ομήρ. Οδ., Αριστοφ. | |lsmtext='''κῡφός:''' -ή, -όν ([[κύπτω]]), αυτός που γέρνει προς τα [[εμπρός]], λυγισμένος, [[καμπουριαστός]], [[σκυφτός]], [[κυρτός]], σε Ομήρ. Οδ., Αριστοφ. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=κυφός -ή -όν [~ κύπτω] krom, gebocheld:; γήραϊ κυφὸς ἔην hij was krom van ouderdom Od. 2.16; techn.: μήτε λορδὸν μήτε κυφόν noch concaaf noch convex Hp. Fract. 16. | |||
}} | }} |