δύσφραστος: Difference between revisions

nl
(10)
(nl)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[δύσφραστος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που δύσκολα εκφράζεται ή ερμηνεύεται, [[μυστηριώδης]] («τρόπον τινὰ δύσφραστον»)<br /><b>2.</b> [[δύσκολος]]<br /><b>3.</b> αυτός που μιλά με [[δυσκολία]].
|mltxt=[[δύσφραστος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που δύσκολα εκφράζεται ή ερμηνεύεται, [[μυστηριώδης]] («τρόπον τινὰ δύσφραστον»)<br /><b>2.</b> [[δύσκολος]]<br /><b>3.</b> αυτός που μιλά με [[δυσκολία]].
}}
{{elnl
|elnltext=δύσφραστος -ον [δυσ-, φράζω] moeilijk te beschrijven.
}}
}}