σφύζω: Difference between revisions

429 bytes added ,  31 December 2018
4b
(6)
(4b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σφύζω:''' Δωρ. [[σφύσδω]] (√<i>ΣΦΥΓ</i>), μόνο σε ενεστ. και παρατ., πάλλομαι, [[χτυπώ]] [[δυνατά]], λέγεται για τον καρδιακό σφυγμό, σε Πλάτ.· κινούμαι [[πυρετωδώς]], με [[σφοδρότητα]] και [[ορμή]], σε Θεόκρ.
|lsmtext='''σφύζω:''' Δωρ. [[σφύσδω]] (√<i>ΣΦΥΓ</i>), μόνο σε ενεστ. και παρατ., πάλλομαι, [[χτυπώ]] [[δυνατά]], λέγεται για τον καρδιακό σφυγμό, σε Πλάτ.· κινούμαι [[πυρετωδώς]], με [[σφοδρότητα]] και [[ορμή]], σε Θεόκρ.
}}
{{elru
|elrutext='''σφύζω:''' дор. [[σφύσδω]]<br /><b class="num">1)</b> биться, пульсировать (σφύζει τὸ [[αἷμα]] ἐν ταῖς φλεψίν Arst.): τὰ σφύζοντα Plat. пульсирующие жилы, артерии;<br /><b class="num">2)</b> терзаться, сильно болеть ([[φασῶ]] τὰν κεφαλάν [[μευ]] σφύσδειν Theocr.).
}}
}}