3,270,341
edits
(40) |
(6) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ΝΜΑ, και αττ. τ. [[σφύττω]] και δωρ. τ. [[σφύσδω]] Α<br />(για το [[αίμα]] ή για τις αρτηρίες) πάλλομαι ρυθμικά, [[χτυπώ]] κανονικά (α. [[πλην]] σφύζ' η [[καρδιά]] του νέου στερρά», Βιζυην.<br />β. «σφύζει δὲ τὸ [[αἷμα]] ἐν ταῑς φλεψίν», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> [[είμαι]] [[γεμάτος]] [[σφρίγος]], έχω καλή [[υγεία]] και ακμαίες σωματικές δυνάμεις («[[σφύζω]] από ζωή»)<br /><b>μσν.</b><br /><b>μτφ.</b> διακατέχομαι από [[οργή]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>μτφ.</b> κινούμαι ορμητικά («σφύζοντος καὶ σφαδάζοντος καὶ πηδῶντος», Λογγίν.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> τινάζομαι με [[ορμή]], [[χτυπώ]] [[δυνατά]] («φασώ τάν κεφαλὰν καὶ τὼς [[πόδας]] [[ἀμφοτέρως]] μεν σφύσδειν», (<b>Θεόκρ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «σφύζειν ἐπὶ τι»<br /><b>μτφ.</b> το να έχει [[κανείς]] σφοδρή [[επιθυμία]] για [[κάτι]]» (Λεξ. [[Σούδα]]).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Εκφραστικός και [[τεχνικός]] όρος, άγνωστης ετυμολ. Οι συνδέσεις της λ. με τα ρ. [[σφαδάζω]] και [[σπεύδω]] (<b>πρβλ.</b> <i>σφυδῶ</i>) παραμένουν ανεπιβεβαίωτες]. | |mltxt=ΝΜΑ, και αττ. τ. [[σφύττω]] και δωρ. τ. [[σφύσδω]] Α<br />(για το [[αίμα]] ή για τις αρτηρίες) πάλλομαι ρυθμικά, [[χτυπώ]] κανονικά (α. [[πλην]] σφύζ' η [[καρδιά]] του νέου στερρά», Βιζυην.<br />β. «σφύζει δὲ τὸ [[αἷμα]] ἐν ταῑς φλεψίν», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> [[είμαι]] [[γεμάτος]] [[σφρίγος]], έχω καλή [[υγεία]] και ακμαίες σωματικές δυνάμεις («[[σφύζω]] από ζωή»)<br /><b>μσν.</b><br /><b>μτφ.</b> διακατέχομαι από [[οργή]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>μτφ.</b> κινούμαι ορμητικά («σφύζοντος καὶ σφαδάζοντος καὶ πηδῶντος», Λογγίν.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> τινάζομαι με [[ορμή]], [[χτυπώ]] [[δυνατά]] («φασώ τάν κεφαλὰν καὶ τὼς [[πόδας]] [[ἀμφοτέρως]] μεν σφύσδειν», (<b>Θεόκρ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «σφύζειν ἐπὶ τι»<br /><b>μτφ.</b> το να έχει [[κανείς]] σφοδρή [[επιθυμία]] για [[κάτι]]» (Λεξ. [[Σούδα]]).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Εκφραστικός και [[τεχνικός]] όρος, άγνωστης ετυμολ. Οι συνδέσεις της λ. με τα ρ. [[σφαδάζω]] και [[σπεύδω]] (<b>πρβλ.</b> <i>σφυδῶ</i>) παραμένουν ανεπιβεβαίωτες]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''σφύζω:''' Δωρ. [[σφύσδω]] (√<i>ΣΦΥΓ</i>), μόνο σε ενεστ. και παρατ., πάλλομαι, [[χτυπώ]] [[δυνατά]], λέγεται για τον καρδιακό σφυγμό, σε Πλάτ.· κινούμαι [[πυρετωδώς]], με [[σφοδρότητα]] και [[ορμή]], σε Θεόκρ. | |||
}} | }} |