ἄνηβος: Difference between revisions

1
(3)
(1)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἄνηβος:''' -ον ([[ἥβη]]), αυτός που δεν έχει έρθει [[ακόμα]] στην ανδρική [[ακμή]], [[αγένειος]], σε Πλάτ., Θεόκρ.
|lsmtext='''ἄνηβος:''' -ον ([[ἥβη]]), αυτός που δεν έχει έρθει [[ακόμα]] στην ανδρική [[ακμή]], [[αγένειος]], σε Πλάτ., Θεόκρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἄνηβος:''' дор. [[ἄναβος|ἄνᾱβος]] 2 не достигший возмужалости Lys., Plat., Arst., Theocr., Plut.
}}
}}