Anonymous

ἄνηβος: Difference between revisions

From LSJ
3
(4)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἄνηβος]], -ον)<br />[[ήβη]]<br />αυτός που δεν [[είναι]] [[ακόμη]] [[έφηβος]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που έχει [[αναφροδισία]], ο σεξουαλικά [[ανίκανος]].
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἄνηβος]], -ον)<br />[[ήβη]]<br />αυτός που δεν [[είναι]] [[ακόμη]] [[έφηβος]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που έχει [[αναφροδισία]], ο σεξουαλικά [[ανίκανος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἄνηβος:''' -ον ([[ἥβη]]), αυτός που δεν έχει έρθει [[ακόμα]] στην ανδρική [[ακμή]], [[αγένειος]], σε Πλάτ., Θεόκρ.
}}
}}