3,258,334
edits
(5) |
(nl) |
||
Line 39: | Line 39: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''κάθημαι:''' Ιων. κατ-· βʹ ενικ. <i>κάθησαι</i> ή [[κάθῃ]], σε Ιων. γʹ πληθ. [[κατέαται]]· προστ. [[κάθησο]] ή [[καθοῦ]], γʹ ενικ. <i>καθήσθω</i>· ευκτ. [[καθοίμην]], απαρ. [[καθῆσθαι]], μτχ. <i>καθήμενος</i>, παρατ. [[ἐκαθήμην]], Ιων. γʹ πληθ. [[ἐκατέατο]]· [[αλλά]] επίσης [[χωρίς]] συλλαβική [[αύξηση]], [[καθῆστο]] ή [[καθῆτο]]· Ιων. [[κατῆστο]], Επικ. γʹ πληθ. [[καθείατο]], Ιων. [[κατέατο]]·<br /><b class="num">1.</b> [[κάθομαι]], σε Όμηρ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> [[συνεδριάζω]] στο δικαστήριο, σε Αριστοφ.· <i>οἱ καθήμενοι</i>, οι δικαστές, το δικαστήριο, σε Θουκ. κ.λπ.<br /><b class="num">3.</b> [[κάθομαι]] [[ακίνητος]], [[κάθομαι]] [[ήσυχος]], Λατ. desidere, σε Όμηρ., Ηρόδ.· με αρνητική [[σημασία]], [[κάθομαι]] ή [[μένω]] [[άπραγος]], σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.<br /><b class="num">4.</b> λέγεται για [[στράτευμα]] που πολιορκείται, [[κάθομαι]] ή [[παραμένω]] [[μπροστά]] από [[μία]] [[θέση]], σε Ευρ., Θουκ.<br /><b class="num">5.</b> [[διάγω]] καθιστική [[ζωή]], σε Ηρόδ., Αισχύλ. κ.λπ.<br /><b class="num">6.</b> λέγεται για ανθρώπους, εγκαθίσταμαι, σε Ηρόδ. | |lsmtext='''κάθημαι:''' Ιων. κατ-· βʹ ενικ. <i>κάθησαι</i> ή [[κάθῃ]], σε Ιων. γʹ πληθ. [[κατέαται]]· προστ. [[κάθησο]] ή [[καθοῦ]], γʹ ενικ. <i>καθήσθω</i>· ευκτ. [[καθοίμην]], απαρ. [[καθῆσθαι]], μτχ. <i>καθήμενος</i>, παρατ. [[ἐκαθήμην]], Ιων. γʹ πληθ. [[ἐκατέατο]]· [[αλλά]] επίσης [[χωρίς]] συλλαβική [[αύξηση]], [[καθῆστο]] ή [[καθῆτο]]· Ιων. [[κατῆστο]], Επικ. γʹ πληθ. [[καθείατο]], Ιων. [[κατέατο]]·<br /><b class="num">1.</b> [[κάθομαι]], σε Όμηρ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> [[συνεδριάζω]] στο δικαστήριο, σε Αριστοφ.· <i>οἱ καθήμενοι</i>, οι δικαστές, το δικαστήριο, σε Θουκ. κ.λπ.<br /><b class="num">3.</b> [[κάθομαι]] [[ακίνητος]], [[κάθομαι]] [[ήσυχος]], Λατ. desidere, σε Όμηρ., Ηρόδ.· με αρνητική [[σημασία]], [[κάθομαι]] ή [[μένω]] [[άπραγος]], σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.<br /><b class="num">4.</b> λέγεται για [[στράτευμα]] που πολιορκείται, [[κάθομαι]] ή [[παραμένω]] [[μπροστά]] από [[μία]] [[θέση]], σε Ευρ., Θουκ.<br /><b class="num">5.</b> [[διάγω]] καθιστική [[ζωή]], σε Ηρόδ., Αισχύλ. κ.λπ.<br /><b class="num">6.</b> λέγεται για ανθρώπους, εγκαθίσταμαι, σε Ηρόδ. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=κάθ-ημαι, Ion. κάτημαι zitten, meestal met prep. bep.; ook met acc.:; ἕδραν op een zetel Eur. Hcld. 55; ὀφρύην op een heuvel Eur. Hcld. 394; als smekeling:; ἐν Δελφοῖσι in Delfi zitten om te smeken Hdt. 5.63.1; gaan zitten:. κάθου ἐκ δεξιῶν μου neem plaats aan mijn rechterhand NT Mt. 22.44. zitting houden (van rechters, raden, vergaderingen):; οὐκ ἐπὶ τούτῳ κ. ὁ δικαστής daarvoor zit een rechter er niet Plat. Ap. 35c; ptc. subst.: οἱ καθήμενοι zij die zitting houden (d.w.z. de rechters) Thuc. 5.85; ἡμῶν καθημένων nu wij in vergadering bijeen zijn Xen. An. 6.2.5. een zittend bestaan leiden:; ἔσω καθῆσθαι binnen zitten (d.w.z. thuis blijven zitten) Aeschl. Ch. 919; pregn. stil zitten, zitten nietsen:. ἀσχαλόωσι γὰρ οἵδε καθήμενοι want zij zijn ontevreden dat zij maar moeten zitten nietsen Il. 24.403; ἐκ μέσου κατῆστο hij bleef neutraal Hdt. 3.83.3; ἔχων δύναμιν τοσαύτην κάτησαι met zo’n grote macht tot uw beschikking doet u niets Hdt. 3.134.1; προϊέναι... καὶ μὴ καθῆσθαι verder trekken... en niet inactief blijven Thuc. 4.124.4. i.h.b. van zittend werk zitten, aangesteld zijn:. εἰσὶ δὲ οἳ ἐπ ’ αὐτῷ τούτῳ κατέαται er zijn mensen die hier speciaal voor zitten Hdt. 2.86.1. (ergens) zitten, liggen, staan, zich bevinden:; ἐν τοῖς ἑρμογλυφείοις καθήμενοι die in de ateliers van beeldhouwers staan Plat. Smp. 215b; milit. gelegerd zijn:; περὶ τὰς Ἀχαρνάς in de buurt van Acharnae Thuc. 2.20.3; wonen, verblijven:; ἐν μεγάροισιν in het paleis Od. 3.186; overdr.: κ. ἐν χώρᾳ καὶ σκιᾷ θανάτου wonen in het land en de schaduw van de dood NT Mt. 4.16. | |||
}} | }} |