ἔμπλην: Difference between revisions

2
(4)
(2)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἔμπλην:''' επίρρ., κοντά, δίπλα, [[πλησίον]], με γεν., σε Ομήρ. Ιλ. (πιθ. από το [[ἐμπελάζω]]).<br /><b class="num">• [[ἔμπλην]]:</b> επιτετ. επίρρ. αντί [[πλήν]], [[εκτός]] [[αυτού]], [[ακόμη]], [[επιπλέον]], [[εκτός]] από, [[πλην]], εξαιρουμένου, με γεν., σε Αρχίλ.
|lsmtext='''ἔμπλην:''' επίρρ., κοντά, δίπλα, [[πλησίον]], με γεν., σε Ομήρ. Ιλ. (πιθ. από το [[ἐμπελάζω]]).<br /><b class="num">• [[ἔμπλην]]:</b> επιτετ. επίρρ. αντί [[πλήν]], [[εκτός]] [[αυτού]], [[ακόμη]], [[επιπλέον]], [[εκτός]] από, [[πλην]], εξαιρουμένου, με γεν., σε Αρχίλ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἔμπλην:''' <b class="num">I</b> [[ἐμπελάζω]] adv. близко, вблизи Hes.<br /><b class="num">II</b> praep. [[cum]] gen. близ (Βοιωτῶν Hom.).
}}
}}