καταπτύω: Difference between revisions

2b
(5)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''καταπτύω:''' μέλ. -ύσω [ῠ], [[φτύνω]] πάνω σε ή προς, [[ιδίως]] ως [[ένδειξη]] αποστροφής, με γεν., σε Δημ., Αισχίν.
|lsmtext='''καταπτύω:''' μέλ. -ύσω [ῠ], [[φτύνω]] πάνω σε ή προς, [[ιδίως]] ως [[ένδειξη]] αποστροφής, με γεν., σε Δημ., Αισχίν.
}}
{{elru
|elrutext='''καταπτύω:''' досл. плевать (на кого-л. или что-л.), перен. оплевывать, обливать презрением, презирать (τινός Dem., Luc.): [[κἄν]] που δὶς [[εἴπω]] ταυτόν, κατάπτυσον Arph. если я где-л. повторяюсь (в своих трагедиях), плюнь (мне в лицо).
}}
}}