καταπτύω

From LSJ

Ξενίας ἀεὶ φρόντιζε, μὴ καθυστέρει → Cura hospitalis esse nec in hoc sis piger → Sei stets auf Gastfreundschaft bedacht und säume nicht

Menander, Monostichoi, 396
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταπτύω Medium diacritics: καταπτύω Low diacritics: καταπτύω Capitals: ΚΑΤΑΠΤΥΩ
Transliteration A: kataptýō Transliteration B: kataptyō Transliteration C: kataptyo Beta Code: kataptu/w

English (LSJ)

spit upon or at, esp. as a mark of abhorrence or contempt, c. gen., τίς οὐχὶ κατέπτυσεν ἂν σοῦ; D.18.200, cf. Aeschin.3.73, Luc.Cat.12, etc.; κ. δωροδοκίας Aeschin.2.23; πλούτου Luc.Icar. 30: abs., Ar.Ra.1179. [On the quantity, v. πτύω.]

German (Pape)

[Seite 1373] (s. πτύω), anspeien, gegen Einen ausspucken u. dadurch seinen Abscheu ausdrücken, verabscheuen, vgl. Lob. zu Phryn. 17; τίς οὐχὶ κατέπτυσεν ἄν σου; Dem. 18, 200; Aesch. u. A.; auch absolut, Ar. Ran. 1179.

French (Bailly abrégé)

cracher sur, gén. ; fig. conspuer, mépriser.
Étymologie: κατά, πτύω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καταπτύω [κατά, πτύω] spuwen op, verachten, met gen.: πλούτου καὶ ἡδονῆς spugen op rijkdom en genot Luc. 24.30.

Russian (Dvoretsky)

καταπτύω: досл. плевать (на кого-л. или что-л.), перен. оплевывать, обливать презрением, презирать (τινός Dem., Luc.): κἄν που δὶς εἴπω ταυτόν, κατάπτυσον Arph. если я где-л. повторяюсь (в своих трагедиях), плюнь (мне в лицо).

Greek Monolingual

καταπτύω (Α)
(σε έκφραση καταφρόνησης) φτύνω ενώπιον κάποιου ή πάνω σε κάποιον.

Greek Monotonic

καταπτύω: μέλ. -ύσω [ῠ], φτύνω πάνω σε ή προς, ιδίως ως ένδειξη αποστροφής, με γεν., σε Δημ., Αισχίν.

Greek (Liddell-Scott)

καταπτύω: μελλ. -ύσω, πτύω ἐπί τινος ἢ πρός τινα, ἰδίως ὡς σημεῖον βδελυγμοῦ καὶ καταφρονήσεως, μετὰ γεν., τίς οὐχὶ κατέπτυσεν ἂν σοῦ; Δημ. 295. 8, πρβλ. Αἰσχίν. 64. 13· τῆς φιλοσοφίας κ. Λουκ. Κατάπλ. 12, κτλ.· οὕτω, κ. δωροδοκίας Αἰσχίν. 31. 31· πλούτου Λουκ. Ἰκαρ. 30· ἀπολ., Ἀριστοφ. Βάτρ. 1179. Περὶ τῆς ποσότητος, ἴδε -πτύω.

Middle Liddell

fut. ύσω
to spit upon or at, esp. as a mark of abhorrence, c. gen., Dem., Aeschin.