Anonymous

καταπτύω: Difference between revisions

From LSJ
5
(19)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[καταπτύω]] (Α)<br />(σε [[έκφραση]] καταφρόνησης) [[φτύνω]] ενώπιον κάποιου ή [[πάνω]] σε κάποιον.
|mltxt=[[καταπτύω]] (Α)<br />(σε [[έκφραση]] καταφρόνησης) [[φτύνω]] ενώπιον κάποιου ή [[πάνω]] σε κάποιον.
}}
{{lsm
|lsmtext='''καταπτύω:''' μέλ. -ύσω [ῠ], [[φτύνω]] πάνω σε ή προς, [[ιδίως]] ως [[ένδειξη]] αποστροφής, με γεν., σε Δημ., Αισχίν.
}}
}}