ἀμφιβάλλω: Difference between revisions

1
(2)
(1)
Line 33: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀμφιβάλλω:''' μέλ. -[[βαλῶ]] — Μέσ. Επικ. μέλ. [[ἀμφιβαλεῦμαι]]·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[περιβάλλω]] ή [[περιθέτω]]· λέγεται για ρούχα, τα φορώ σε κάποιον, Λατ. circumdare, με [[διπλή]] αιτ. προσ. και πράγμ., <i>ἀμφὶ δέ με χλαῖναν βάλεν</i>, σε Ομήρ. Οδ.·<br /><b class="num">2.</b> επίσης με δοτ. προσ., ἀμφὶ δέ μοι [[ῥάκος]] βάλον, σε Ομήρ. Ιλ. — Μέσ., λευκὴν ἀμφιβάλλομαι [[τρίχα]], [[αποκτώ]], έχω [[λευκά]] μαλλιά, σε Σοφ.<br /><b class="num">3.</b> αντί της Μέσ. χρησιμ. η Ενεργ. μερικές φορές, κρατερὸν μένοςἀμφιβαλόντες [ἑαυτοῖς], σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">II.</b> [[ρίχνω]] γύρω τα χέρια, [[αγκαλιάζω]], [[περιβάλλω]], με δοτ. προσ., σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">III.</b> επίσης με αιτ. προσ., [[περιβάλλω]], σε Ευρ.
|lsmtext='''ἀμφιβάλλω:''' μέλ. -[[βαλῶ]] — Μέσ. Επικ. μέλ. [[ἀμφιβαλεῦμαι]]·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[περιβάλλω]] ή [[περιθέτω]]· λέγεται για ρούχα, τα φορώ σε κάποιον, Λατ. circumdare, με [[διπλή]] αιτ. προσ. και πράγμ., <i>ἀμφὶ δέ με χλαῖναν βάλεν</i>, σε Ομήρ. Οδ.·<br /><b class="num">2.</b> επίσης με δοτ. προσ., ἀμφὶ δέ μοι [[ῥάκος]] βάλον, σε Ομήρ. Ιλ. — Μέσ., λευκὴν ἀμφιβάλλομαι [[τρίχα]], [[αποκτώ]], έχω [[λευκά]] μαλλιά, σε Σοφ.<br /><b class="num">3.</b> αντί της Μέσ. χρησιμ. η Ενεργ. μερικές φορές, κρατερὸν μένοςἀμφιβαλόντες [ἑαυτοῖς], σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">II.</b> [[ρίχνω]] γύρω τα χέρια, [[αγκαλιάζω]], [[περιβάλλω]], με δοτ. προσ., σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">III.</b> επίσης με αιτ. προσ., [[περιβάλλω]], σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀμφιβάλλω:''' тж. med.<br /><b class="num">1)</b> набрасывать, накидывать, надевать (τί τινα Hom. и τί τινι Aesch., Eur.): λευκὴν ἐκ μελαίνης ἀμφιβάλλεσθαι τὴν [[τρίχα]] Soph. становиться из черноволосого седым; [[ὕπνον]] ἀ. τινί Eur. наводить сон на кого-л.; [[ῥάκος]] ἀμφιβαλέσθαι Hom. одеться в рубище;<br /><b class="num">2)</b> окружать, обхватывать, обнимать (τινὰ [[χερσί]] Eur.): ἀ. θάλαμόν τινι Hom. построить помещение вокруг чего-л.; χεῖράς τι ἀμφιβαλεῖν in tmesi Hom. охватить что-л. руками; [[ὕμνος]] ἀμφιβάλλεται μητίεσσι Pind. песнь кружит над мыслями, т. е. зреет в душе;<br /><b class="num">3)</b> ловить (сетями) (sc. ὄρνιθας καὶ θηρία Soph.);<br /><b class="num">4)</b> покрывать, забрасывать (ὕδραν βέλεσι Eur.);<br /><b class="num">5)</b> возвращаться, переходить (εἰς αὐλάν Eur.): ἐγκλήματα ἀμφιβάλλοντα Arst. взаимные обвинения;<br /><b class="num">6)</b> колебаться, сомневаться (περί τινος Polyb.).
}}
}}