ἀναμπλάκητος: Difference between revisions

1
(2)
(1)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀναμπλάκητος:''' ή ἀν-ᾰπλάκητος, -ον,<br /><b class="num">1.</b> [[αλάνθαστος]], μη [[εσφαλμένος]], σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για άνθρωπο, [[αναμάρτητος]], [[χωρίς]] [[πταίσμα]], σε Αισχύλ., Σοφ.
|lsmtext='''ἀναμπλάκητος:''' ή ἀν-ᾰπλάκητος, -ον,<br /><b class="num">1.</b> [[αλάνθαστος]], μη [[εσφαλμένος]], σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για άνθρωπο, [[αναμάρτητος]], [[χωρίς]] [[πταίσμα]], σε Αισχύλ., Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀναμπλάκητος:''' (λᾰ)<br /><b class="num">1)</b> не согрешивший, невиноватый (θεοῖς Aesch.);<br /><b class="num">2)</b> безошибочно действующий, непогрешимый (Κῆρες Soph. - v. l. [[ἀναπλάκητος]]).
}}
}}