Anonymous

ἀναμπλάκητος: Difference between revisions

From LSJ
2
(3)
(2)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀναμπλάκητος]], -ον (Α) [[ἀμπλακίσκω]]<br /><b>1.</b> αυτός που δεν σφάλλει, δεν αποτυγχάνει, δεν αστοχεί<br /><b>2.</b> αυτός που δεν κάνει λάθη ή αμαρτήματα, [[αναμάρτητος]], [[αλάνθαστος]].
|mltxt=[[ἀναμπλάκητος]], -ον (Α) [[ἀμπλακίσκω]]<br /><b>1.</b> αυτός που δεν σφάλλει, δεν αποτυγχάνει, δεν αστοχεί<br /><b>2.</b> αυτός που δεν κάνει λάθη ή αμαρτήματα, [[αναμάρτητος]], [[αλάνθαστος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀναμπλάκητος:''' ή ἀν-ᾰπλάκητος, -ον,<br /><b class="num">1.</b> [[αλάνθαστος]], μη [[εσφαλμένος]], σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για άνθρωπο, [[αναμάρτητος]], [[χωρίς]] [[πταίσμα]], σε Αισχύλ., Σοφ.
}}
}}