ἀνάστατος: Difference between revisions

1
(2)
(1)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀνάστᾰτος:''' -ον (ἀνίστᾰμαι),<br /><b class="num">1.</b> αναγκασμένος να σηκωθεί και να αποχωρισθεί, εκδιωγμένος από το [[σπίτι]] του, από τον [[τόπο]] του, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για πόλεις και χώρες, κατεστραμμένος, εξολοθρευμένος, αφανισμένος, στον ίδ., Σοφ. κ.λπ.
|lsmtext='''ἀνάστᾰτος:''' -ον (ἀνίστᾰμαι),<br /><b class="num">1.</b> αναγκασμένος να σηκωθεί και να αποχωρισθεί, εκδιωγμένος από το [[σπίτι]] του, από τον [[τόπο]] του, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για πόλεις και χώρες, κατεστραμμένος, εξολοθρευμένος, αφανισμένος, στον ίδ., Σοφ. κ.λπ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνάστᾰτος:''' <b class="num">1)</b> изгнанный: ἀνάστατον ποιεῖν τινα Her., Dem., Plut. изгонять кого-л.;<br /><b class="num">2)</b> разрушенный, разоренный ([[πόλις]] Her., Xen., Plat., Plut.; [[οἶκος]] Soph.): τὰ [[κάτω]] τῆς Ἀσίης ἀνάστατα ποιέειν Her. разорить нижние области Азии;<br /><b class="num">3)</b> лишенный (χαρίτων ἀνάστατον [[συμπόσιον]] Plut.);<br /><b class="num">4)</b> восставший, мятежный (πάντα ἀνάστατα γέγονεν Plat.).
}}
}}