3,276,318
edits
(2) |
(1) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀνάστᾰτος:''' -ον (ἀνίστᾰμαι),<br /><b class="num">1.</b> αναγκασμένος να σηκωθεί και να αποχωρισθεί, εκδιωγμένος από το [[σπίτι]] του, από τον [[τόπο]] του, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για πόλεις και χώρες, κατεστραμμένος, εξολοθρευμένος, αφανισμένος, στον ίδ., Σοφ. κ.λπ. | |lsmtext='''ἀνάστᾰτος:''' -ον (ἀνίστᾰμαι),<br /><b class="num">1.</b> αναγκασμένος να σηκωθεί και να αποχωρισθεί, εκδιωγμένος από το [[σπίτι]] του, από τον [[τόπο]] του, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για πόλεις και χώρες, κατεστραμμένος, εξολοθρευμένος, αφανισμένος, στον ίδ., Σοφ. κ.λπ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀνάστᾰτος:''' <b class="num">1)</b> изгнанный: ἀνάστατον ποιεῖν τινα Her., Dem., Plut. изгонять кого-л.;<br /><b class="num">2)</b> разрушенный, разоренный ([[πόλις]] Her., Xen., Plat., Plut.; [[οἶκος]] Soph.): τὰ [[κάτω]] τῆς Ἀσίης ἀνάστατα ποιέειν Her. разорить нижние области Азии;<br /><b class="num">3)</b> лишенный (χαρίτων ἀνάστατον [[συμπόσιον]] Plut.);<br /><b class="num">4)</b> восставший, мятежный (πάντα ἀνάστατα γέγονεν Plat.). | |||
}} | }} |