Anonymous

ἀνάστατος: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀνάστατος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που βρίσκεται σε [[αταξία]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> θορυβημένος, [[ταραγμένος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που αναγκάστηκε να φύγει από την [[πατρίδα]] του, που διώχθηκε<br /><b>2.</b> αυτός που βρίσκεται σε [[επανάσταση]]<br /><b>3.</b> (για πόλεις) ερημωμένος, κατεστραμμένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ανίστημι]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αναστατώ]] (II)<br /><b>αρχ.</b><br />[[αναστατώ]] (Ι)].
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀνάστατος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που βρίσκεται σε [[αταξία]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> θορυβημένος, [[ταραγμένος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που αναγκάστηκε να φύγει από την [[πατρίδα]] του, που διώχθηκε<br /><b>2.</b> αυτός που βρίσκεται σε [[επανάσταση]]<br /><b>3.</b> (για πόλεις) ερημωμένος, κατεστραμμένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ανίστημι]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αναστατώ]] (II)<br /><b>αρχ.</b><br />[[αναστατώ]] (Ι)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀνάστᾰτος:''' -ον (ἀνίστᾰμαι),<br /><b class="num">1.</b> αναγκασμένος να σηκωθεί και να αποχωρισθεί, εκδιωγμένος από το [[σπίτι]] του, από τον [[τόπο]] του, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για πόλεις και χώρες, κατεστραμμένος, εξολοθρευμένος, αφανισμένος, στον ίδ., Σοφ. κ.λπ.
}}
}}