3,277,301
edits
(3) |
(1) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀνθοβολέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[επιστρώνω]], [[επικαλύπτω]] με λουλούδια, σε Ανθ. — Παθ., έχω επικαλυφθεί με λουλούδια, σε Πλούτ. | |lsmtext='''ἀνθοβολέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[επιστρώνω]], [[επικαλύπτω]] με λουλούδια, σε Ανθ. — Παθ., έχω επικαλυφθεί με λουλούδια, σε Πλούτ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀνθοβολέω:''' усыпать, украшать цветами (εὐπλόκαμον χαίτην Anth.); pass. быть осыпаемым цветами (παραπέμπειν τινὰ ἀνθοβολοόμενον Plut.). | |||
}} | }} |