ἀνθοβολέω
Ἴσον ἐστὶν ὀργῇ καὶ θάλασσα καὶ γυνή → Mulier et mare sunt isdem plane moribus → In ihrem Naturell sind Frau und Meerflut gleich
English (LSJ)
A bestrew with flowers, χαίτην AP5.146 (Mel.); as a mark of honour, ὥσπερ ἀθλητὴν ἀ. Plu.Caes.30:—Pass., Id.Pomp.57.
II put forth flowers, Gp.10.2.10.
Spanish (DGE)
1 cubrir de flores χαίτην AP 5.147 (Mel.), ὥσπερ ἀθλητὴν Plu.Caes.30, cf. Pomp.57.
2 echar flor, florecer, Gp.10.2.10.
German (Pape)
[Seite 232] Blumen werfen, mit Blumen bestreuen; pass. Plut. Pomp. 57; χαίτην Mel. 105 (V, 147).
French (Bailly abrégé)
ἀνθοβολῶ :
joncher ou couvrir de fleurs ; Pass. être couvert de fleurs lancées en signe d'admiration.
Étymologie: ἀνθόβολος.
Russian (Dvoretsky)
ἀνθοβολέω: усыпать, украшать цветами (εὐπλόκαμον χαίτην Anth.); pass. быть осыпаемым цветами (παραπέμπειν τινὰ ἀνθοβολοόμενον Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀνθοβολέω: ἐπικαλύπτω δι’ ἀνθέων, ὡς ἂν .. εὐπλόκαμον χαίτην ἀνθοβολῇ στέφανος Ἀνθ. Π. 5. 147: - Παθ., ἀνθοβολοῦμαι, πρὸς ἔνδειξιν τιμῆς, πολλοὶ δὲ .. ἐδέχοντο καὶ παρέπεμπον [τὸν Πομπήϊον] ἀνθοβολούμενον, βαλλόμενον δι’ ἀνθέων, Πλουτ. Πομπ. 57, Καῖσ. 30. ΙΙ. ἐπὶ δένδρων, φύω, ἀναδίδω ἄνθη, ἀνθοβολῶ ὡς καὶ νῦν, Γεωπ. 10. 2, 10.
Greek Monotonic
ἀνθοβολέω: μέλ. -ήσω, επιστρώνω, επικαλύπτω με λουλούδια, σε Ανθ. — Παθ., έχω επικαλυφθεί με λουλούδια, σε Πλούτ.
Middle Liddell
[from ἀνθόβολος
to bestrew with flowers, Anth.:— Pass. to have flowers showered upon one, Plut.