Anonymous

ἀνθοβολέω: Difference between revisions

From LSJ
1
(3)
(1)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀνθοβολέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[επιστρώνω]], [[επικαλύπτω]] με λουλούδια, σε Ανθ. — Παθ., έχω επικαλυφθεί με λουλούδια, σε Πλούτ.
|lsmtext='''ἀνθοβολέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[επιστρώνω]], [[επικαλύπτω]] με λουλούδια, σε Ανθ. — Παθ., έχω επικαλυφθεί με λουλούδια, σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνθοβολέω:''' усыпать, украшать цветами (εὐπλόκαμον χαίτην Anth.); pass. быть осыпаемым цветами (παραπέμπειν τινὰ ἀνθοβολοόμενον Plut.).
}}
}}