ἀντιβλέπω: Difference between revisions

1
(3)
(1)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀντιβλέπω:''' μέλ. <i>—βλέψω</i> ή <i>-ομαι</i>, κοιτώ κατευθεία προς, κοιτώ κατά [[πρόσωπο]], με δοτ. προσ., σε Ξεν.
|lsmtext='''ἀντιβλέπω:''' μέλ. <i>—βλέψω</i> ή <i>-ομαι</i>, κοιτώ κατευθεία προς, κοιτώ κατά [[πρόσωπο]], με δοτ. προσ., σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀντιβλέπω:''' <b class="num">1)</b> смотреть прямо, глядеть в упор (τινί Xen., Plut., εἴς τι Xen., τινά Men. и πρός τι Plut., Luc.);<br /><b class="num">2)</b> смотреть друг на друга Arst.
}}
}}