Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἀντιβλέπω: Difference between revisions

From LSJ
3
(4)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=(Α [[ἀντιβλέπω]])<br />[[βλέπω]] [[κατευθείαν]], [[βλέπω]] [[κατάματα]] κάποιον.
|mltxt=(Α [[ἀντιβλέπω]])<br />[[βλέπω]] [[κατευθείαν]], [[βλέπω]] [[κατάματα]] κάποιον.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀντιβλέπω:''' μέλ. <i>—βλέψω</i> ή <i>-ομαι</i>, κοιτώ κατευθεία προς, κοιτώ κατά [[πρόσωπο]], με δοτ. προσ., σε Ξεν.
}}
}}