ἁπαλόθριξ: Difference between revisions

1
(3)
(1)
Line 13: Line 13:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἁπᾰλόθριξ:''' -τρῐχος, ὁ, ἡ, αυτός που έχει μαλακές [[τρίχες]], απαλά μαλλιά, σε Ευρ.
|lsmtext='''ἁπᾰλόθριξ:''' -τρῐχος, ὁ, ἡ, αυτός που έχει μαλακές [[τρίχες]], απαλά μαλλιά, σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἁπᾰλόθριξ:''' τρῐχος adv. с мягкими волосами Eur.
}}
}}