Anonymous

ἁπαλόθριξ: Difference between revisions

From LSJ
3
(5)
(3)
Line 10: Line 10:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἁπαλόθριξ]] (-τριχος), ο (Α)<br />αυτός που έχει [[μαλακά]] μαλλιά.
|mltxt=[[ἁπαλόθριξ]] (-τριχος), ο (Α)<br />αυτός που έχει [[μαλακά]] μαλλιά.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἁπᾰλόθριξ:''' -τρῐχος, ὁ, ἡ, αυτός που έχει μαλακές [[τρίχες]], απαλά μαλλιά, σε Ευρ.
}}
}}