ἀόριστος: Difference between revisions

1
(3)
(1)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀόριστος:''' ([[ὁρίζω]])·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που δεν έχει όρια, [[σύνορα]], σε Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> αυτός που δεν έχει καθοριστεί, [[απροσδιόριστος]], συγκεχυμένος, σε Δημ. κ.λπ.
|lsmtext='''ἀόριστος:''' ([[ὁρίζω]])·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που δεν έχει όρια, [[σύνορα]], σε Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> αυτός που δεν έχει καθοριστεί, [[απροσδιόριστος]], συγκεχυμένος, σε Δημ. κ.λπ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀόριστος:''' <b class="num">I</b><br /><b class="num">1)</b> не имеющий (точных) границ, неотмежеванный (γῆ Thuc.);<br /><b class="num">2)</b> неопределенный Plat., Arst., Aeschin., Dem., Plut., Sext., Anth.;<br /><b class="num">3)</b> бессрочный ([[ἄρχων]] Arst.).<br /><b class="num">II</b> ὁ грам. (sc. [[χρόνος]]) аорист.
}}
}}