3,274,408
edits
(3) |
(1b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀποτμητέον:''' ρημ. επίθ. του [[ἀποτέμνω]], αυτό που πρέπει [[κάποιος]] να αποκόψει, να αποσχίσει, <i>τῆς χώρας</i>, ένα [[τμήμα]] της χώρας, σε Πλάτ. | |lsmtext='''ἀποτμητέον:''' ρημ. επίθ. του [[ἀποτέμνω]], αυτό που πρέπει [[κάποιος]] να αποκόψει, να αποσχίσει, <i>τῆς χώρας</i>, ένα [[τμήμα]] της χώρας, σε Πλάτ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀποτμητέον:''' adj. verb. к [[ἀποτέμνω]]. | |||
}} | }} |