Anonymous

ἀποτμητέον: Difference between revisions

From LSJ
1b
(3)
(1b)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀποτμητέον:''' ρημ. επίθ. του [[ἀποτέμνω]], αυτό που πρέπει [[κάποιος]] να αποκόψει, να αποσχίσει, <i>τῆς χώρας</i>, ένα [[τμήμα]] της χώρας, σε Πλάτ.
|lsmtext='''ἀποτμητέον:''' ρημ. επίθ. του [[ἀποτέμνω]], αυτό που πρέπει [[κάποιος]] να αποκόψει, να αποσχίσει, <i>τῆς χώρας</i>, ένα [[τμήμα]] της χώρας, σε Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀποτμητέον:''' adj. verb. к [[ἀποτέμνω]].
}}
}}