ἀποτμητέον

From LSJ

Τὸν εὖ ποιοῦνθ' (εὐποροῦνθ') ἕκαστος ἡδέως ὁρᾷ → Den, der ihm wohltut, freut ein jeder sich zu sehn

Menander, Monostichoi, 501
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποτμητέον Medium diacritics: ἀποτμητέον Low diacritics: αποτμητέον Capitals: ΑΠΟΤΜΗΤΕΟΝ
Transliteration A: apotmētéon Transliteration B: apotmēteon Transliteration C: apotmiteon Beta Code: a)potmhte/on

English (LSJ)

one must cut off, τῆς τῶν πλησίον χώρας a portion of it, Pl.R. 373d; one must excise, τὴν μήτραν Sor.2.89.

Spanish (DGE)

1 hay que cortar, hay que extirpar τὴν μήτραν Sor.152.12.
2 c. dat. y gen. hay que cortarse, hay que apropiarse un trozo τῆς τῶν πλησίον χῶρας ἡμῖν Pl.R.373d.

Russian (Dvoretsky)

ἀποτμητέον: adj. verb. к ἀποτέμνω.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποτμητέον: ῥημ. ἐπίθ., πρέπει τις νὰ ἀποκόψῃ, τῆς τῶν πλησίων χώρας ἡμῖν ἀποτμητέον, μέρος αὐτῆς, Πλάτ. Πολ. 373D· κἂν ὅλη μελανθῇ (ἡ μήτρα) τὴν σύμπασαν ἀποτμητέον Σωραν. π. Γυναικ. Παθ. σ. 128.15.

Greek Monotonic

ἀποτμητέον: ρημ. επίθ. του ἀποτέμνω, αυτό που πρέπει κάποιος να αποκόψει, να αποσχίσει, τῆς χώρας, ένα τμήμα της χώρας, σε Πλάτ.