ἀποστερέω: Difference between revisions

1b
(3)
(1b)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀποστερέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i> — Παθ. μέλ. <i>-στερηθήσομαι</i>, επίσης στους Μέσ. τύπους <i>-στερήσομαι</i> και <i>-στεροῦμαι</i>·<br /><b class="num">1.</b> [[ληστεύω]], [[απογυμνώνω]], [[λαφυραγωγώ]], [[αποστερώ]], [[αφαιρώ]] δια της βίας ή με δόλο [[κάτι]] από κάποιον, με αιτ. προσ. και γεν. πράγμ., σε Ηρόδ., Αριστοφ.· επίσης, με αιτ. προσ. και αιτ. πράγμ., <i>μή μ' ἀποστερήσῃς ἡδονάν</i>, σε Σοφ. κ.λπ.· απόλ., [[εξαπατώ]], [[υπεξαιρώ]] με δόλο, σε Αριστοφ. — Παθ., απογυμνώνομαι, ληστεύομαι, αποστερούμαι, με γεν., <i>Ἑλλάδος ἀποεστερημένος</i>, σε Ηρόδ., Αττ.· επίσης με αιτ., <i>ἵππους ἀπεστέρηνται</i>, σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> [[ἀποστερέω]] ἑαυτόν τινος, [[αποσπώ]], [[αποχωρίζω]], [[απομακρύνω]] ή [[αποσύρω]] τον εαυτό μου από..., σε Σοφ., Θουκ.<br /><b class="num">3.</b> με αιτ. προσ., [[απογυμνώνω]], [[αφαιρώ]], [[αποσπώ]], σε Ηρόδ., Αττ.· <i>τὸ σαφὲς μ' ἀποστερεῖ</i>, η [[βεβαιότητα]] με εγκαταλείπει, δεν είμαι [[βέβαιος]], σε Ευρ.<br /><b class="num">4.</b> με αιτ. πράγμ. μόνο, δεν [[αποδίδω]] ό,τι έχω υποσχεθεί, [[παρακρατώ]], [[κατακρατώ]], σε Αισχύλ. κ.λπ.
|lsmtext='''ἀποστερέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i> — Παθ. μέλ. <i>-στερηθήσομαι</i>, επίσης στους Μέσ. τύπους <i>-στερήσομαι</i> και <i>-στεροῦμαι</i>·<br /><b class="num">1.</b> [[ληστεύω]], [[απογυμνώνω]], [[λαφυραγωγώ]], [[αποστερώ]], [[αφαιρώ]] δια της βίας ή με δόλο [[κάτι]] από κάποιον, με αιτ. προσ. και γεν. πράγμ., σε Ηρόδ., Αριστοφ.· επίσης, με αιτ. προσ. και αιτ. πράγμ., <i>μή μ' ἀποστερήσῃς ἡδονάν</i>, σε Σοφ. κ.λπ.· απόλ., [[εξαπατώ]], [[υπεξαιρώ]] με δόλο, σε Αριστοφ. — Παθ., απογυμνώνομαι, ληστεύομαι, αποστερούμαι, με γεν., <i>Ἑλλάδος ἀποεστερημένος</i>, σε Ηρόδ., Αττ.· επίσης με αιτ., <i>ἵππους ἀπεστέρηνται</i>, σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> [[ἀποστερέω]] ἑαυτόν τινος, [[αποσπώ]], [[αποχωρίζω]], [[απομακρύνω]] ή [[αποσύρω]] τον εαυτό μου από..., σε Σοφ., Θουκ.<br /><b class="num">3.</b> με αιτ. προσ., [[απογυμνώνω]], [[αφαιρώ]], [[αποσπώ]], σε Ηρόδ., Αττ.· <i>τὸ σαφὲς μ' ἀποστερεῖ</i>, η [[βεβαιότητα]] με εγκαταλείπει, δεν είμαι [[βέβαιος]], σε Ευρ.<br /><b class="num">4.</b> με αιτ. πράγμ. μόνο, δεν [[αποδίδω]] ό,τι έχω υποσχεθεί, [[παρακρατώ]], [[κατακρατώ]], σε Αισχύλ. κ.λπ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀποστερέω:''' (fut. pass. ἀποστερηθήσομαι и ἀποστερήσομαι)<br /><b class="num">1)</b> лишать, отнимать, похищать (τινά τινος Her., Aesch., Xen., τινά τι и τινός τι Xen.): ἀποστερηθῆναί τινος или τι Plut. быть лишенным или лишиться чего-л.; ἀ. ἑαυτόν τινος Thuc. отложиться или отпасть от кого-л.; ἀ. τινα μὴ ἂν ποιῆσαί τι Thuc. лишить кого-л. возможности сделать что-л.;<br /><b class="num">2)</b> освобождать, избавлять (от чего-л.), отгонять прочь (γάμον δάϊον Aesch.): ἀ. τὰ συμβόλαια Isocr. уклоняться от уплаты долгов;<br /><b class="num">3)</b> недоставать, не хватать: τὸ σαφὲς μ᾽ ἀποστερεῖ Eur. у меня нет уверенности;<br /><b class="num">4)</b> лог. делать отрицательный вывод Arst.
}}
}}