3,270,791
edits
(3) |
(1b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἄρκῠς:''' -υος, ἡ, πληθ., ονομ. και αιτ. <i>ἄρκυες</i>, <i>-υας</i>, Αττ. συνηρ. <i>ἄρκῡς</i>· θηρευτικό [[δίχτυ]], [[δίχτυ]] κυνηγού, Λατ. [[cassis]], σε Αισχύλ.· [[συχνά]] σε πληθ., στον ίδ., Ευρ.· μεταφ., <i>ἄρκυες ξίφους</i>, οι αγώνες, δηλ. οι κίνδυνοι του ξίφους, σε Ευρ. | |lsmtext='''ἄρκῠς:''' -υος, ἡ, πληθ., ονομ. και αιτ. <i>ἄρκυες</i>, <i>-υας</i>, Αττ. συνηρ. <i>ἄρκῡς</i>· θηρευτικό [[δίχτυ]], [[δίχτυ]] κυνηγού, Λατ. [[cassis]], σε Αισχύλ.· [[συχνά]] σε πληθ., στον ίδ., Ευρ.· μεταφ., <i>ἄρκυες ξίφους</i>, οι αγώνες, δηλ. οι κίνδυνοι του ξίφους, σε Ευρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἄρκῠς:''' υος ἡ преимущ. pl. сеть, тенета Her., Xen., Plat., Plut.: [[ἐγγὺς]] εἶναι ἀρκύων ξίφους Eur. находиться в опасности погибнуть от меча. | |||
}} | }} |