Anonymous

ἄρκυς: Difference between revisions

From LSJ
1b
(3)
(1b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἄρκῠς:''' -υος, ἡ, πληθ., ονομ. και αιτ. <i>ἄρκυες</i>, <i>-υας</i>, Αττ. συνηρ. <i>ἄρκῡς</i>· θηρευτικό [[δίχτυ]], [[δίχτυ]] κυνηγού, Λατ. [[cassis]], σε Αισχύλ.· [[συχνά]] σε πληθ., στον ίδ., Ευρ.· μεταφ., <i>ἄρκυες ξίφους</i>, οι αγώνες, δηλ. οι κίνδυνοι του ξίφους, σε Ευρ.
|lsmtext='''ἄρκῠς:''' -υος, ἡ, πληθ., ονομ. και αιτ. <i>ἄρκυες</i>, <i>-υας</i>, Αττ. συνηρ. <i>ἄρκῡς</i>· θηρευτικό [[δίχτυ]], [[δίχτυ]] κυνηγού, Λατ. [[cassis]], σε Αισχύλ.· [[συχνά]] σε πληθ., στον ίδ., Ευρ.· μεταφ., <i>ἄρκυες ξίφους</i>, οι αγώνες, δηλ. οι κίνδυνοι του ξίφους, σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἄρκῠς:''' υος ἡ преимущ. pl. сеть, тенета Her., Xen., Plat., Plut.: [[ἐγγὺς]] εἶναι ἀρκύων ξίφους Eur. находиться в опасности погибнуть от меча.
}}
}}