3,270,692
edits
(6) |
(3) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἄρκυς]] (-υος), η (Α)<br /><b>1.</b> κυνηγετικό [[δίχτυ]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ἄρκυες ξίφους» — οι κίνδυνοι του ξίφους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβ. ετυμολ. Ο τ. ανάγεται στην ΙΕ.[[ρίζα]] <i>arqu</i>- «λυγισμένο, καμπυλωτό» και, [[κατά]] μία [[άποψη]], συνδέεται με τη λ. [[άρκευθος]] [[καθώς]] και με τις σλαβικές λέξεις που δηλώνουν την [[ιτιά]] (<b>[[πρβλ]].</b> ρωσ. <i>rokita</i> σερβ. <i>rakita</i>, τσεχ. <i>rakyta</i> <span style="color: red;"><</span> ΙΕ. <i>arq</i><i>ū</i>-<i>tᾱ</i>, απ' όπου και το λεττ. <i>erkuls</i> «[[αδράχτι]]»). Εξάλλου ο τ. [[άρκυς]] σχετίζεται πιθ. με την [[αράχνη]], ενώ δεν μπορεί να γίνει παραδεκτή η [[άποψη]] ότι η λ. αποτελεί [[δάνειο]] από ανατολικές γλώσσες.<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[αρκυστασία]], [[αρκυστάσιον]], [[αρκύστατος]], [[αρκυωρός]]]. | |mltxt=[[ἄρκυς]] (-υος), η (Α)<br /><b>1.</b> κυνηγετικό [[δίχτυ]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ἄρκυες ξίφους» — οι κίνδυνοι του ξίφους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβ. ετυμολ. Ο τ. ανάγεται στην ΙΕ.[[ρίζα]] <i>arqu</i>- «λυγισμένο, καμπυλωτό» και, [[κατά]] μία [[άποψη]], συνδέεται με τη λ. [[άρκευθος]] [[καθώς]] και με τις σλαβικές λέξεις που δηλώνουν την [[ιτιά]] (<b>[[πρβλ]].</b> ρωσ. <i>rokita</i> σερβ. <i>rakita</i>, τσεχ. <i>rakyta</i> <span style="color: red;"><</span> ΙΕ. <i>arq</i><i>ū</i>-<i>tᾱ</i>, απ' όπου και το λεττ. <i>erkuls</i> «[[αδράχτι]]»). Εξάλλου ο τ. [[άρκυς]] σχετίζεται πιθ. με την [[αράχνη]], ενώ δεν μπορεί να γίνει παραδεκτή η [[άποψη]] ότι η λ. αποτελεί [[δάνειο]] από ανατολικές γλώσσες.<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[αρκυστασία]], [[αρκυστάσιον]], [[αρκύστατος]], [[αρκυωρός]]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἄρκῠς:''' -υος, ἡ, πληθ., ονομ. και αιτ. <i>ἄρκυες</i>, <i>-υας</i>, Αττ. συνηρ. <i>ἄρκῡς</i>· θηρευτικό [[δίχτυ]], [[δίχτυ]] κυνηγού, Λατ. [[cassis]], σε Αισχύλ.· [[συχνά]] σε πληθ., στον ίδ., Ευρ.· μεταφ., <i>ἄρκυες ξίφους</i>, οι αγώνες, δηλ. οι κίνδυνοι του ξίφους, σε Ευρ. | |||
}} | }} |