ἀρύω: Difference between revisions

590 bytes added ,  31 December 2018
1b
(3)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀρύω:''' Αττ. [[ἀρύτω]] <i>[ῠ]</i>, παρατ. [[ἤρυον]], αόρ. αʹ <i>ἤρῠσα</i> — Μέσ. μέλ. ἀρύσομαι [ῠ], αόρ. αʹ <i>ἠρῠσάμην</i>, Επικ. μτχ. <i>ἀρυσσάμενος</i> — Παθ. αόρ. αʹ ἠρύθην [ῠ]· [[αντλώ]] [[νερό]] ή οποιοδήποτε [[άλλο]] [[υγρό]], ἀρυσσάμενος ποταμῶν [[ἄπο]], έχω τραβήξει, αντλήσει [[νερό]] από τα ποτάμια, σε Ησίοδ.· <i>ἀρύσασθαι ἀπὸ τοῦ ποταμοῦ</i>, σε Ξεν.· με αιτ., ἀρύσασθαι [[πῶμα]], σε Ευρ.· με γεν. διαιρ., <i>ἀρύτεσθαι Νείλου ὑδάτων</i>, αντλεί από τα νερά του Νείλου, σε Αριστοφ.· <i>ἐςτὸν κόλπον τρὶς ἀρυσάμενος τοῦ ἡλίου</i>, άντλησε από τις ακτίνες του ήλιου στον [[κόλπο]] του, σε Ηρόδ.
|lsmtext='''ἀρύω:''' Αττ. [[ἀρύτω]] <i>[ῠ]</i>, παρατ. [[ἤρυον]], αόρ. αʹ <i>ἤρῠσα</i> — Μέσ. μέλ. ἀρύσομαι [ῠ], αόρ. αʹ <i>ἠρῠσάμην</i>, Επικ. μτχ. <i>ἀρυσσάμενος</i> — Παθ. αόρ. αʹ ἠρύθην [ῠ]· [[αντλώ]] [[νερό]] ή οποιοδήποτε [[άλλο]] [[υγρό]], ἀρυσσάμενος ποταμῶν [[ἄπο]], έχω τραβήξει, αντλήσει [[νερό]] από τα ποτάμια, σε Ησίοδ.· <i>ἀρύσασθαι ἀπὸ τοῦ ποταμοῦ</i>, σε Ξεν.· με αιτ., ἀρύσασθαι [[πῶμα]], σε Ευρ.· με γεν. διαιρ., <i>ἀρύτεσθαι Νείλου ὑδάτων</i>, αντλεί από τα νερά του Νείλου, σε Αριστοφ.· <i>ἐςτὸν κόλπον τρὶς ἀρυσάμενος τοῦ ἡλίου</i>, άντλησε από τις ακτίνες του ήλιου στον [[κόλπο]] του, σε Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀρύω:''' <b class="num">1)</b> тж. med. черпать (ἀπὸ τῆς φιάλης Xen.; med. ἀπὸ ποταμοῦ Hes., Xen. и ἐκ ποταμοῦ Plat.; ὑδάτων Her.; ὑδάτων [[πῶμα]] Eur.; ἀγγείῳ Plut.): ἐκ Διὸς ἀ. Plat. получать вдохновение от Зевса; ἀρύσασθαι μαντικῆς Plut. преисполниться пророческим даром;<br /><b class="num">2)</b> med. захватывать, собирать (τὸν Γαλατικὸς πλοῦτον Plut.).
}}
}}