Anonymous

ἀρύω: Difference between revisions

From LSJ
1,046 bytes added ,  30 December 2018
3
(6)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=(και αρύομαι) (AM [[ἀρύω]], Α και ἀρύτω)<br /><b>μτφ.</b> [[αντλώ]], [[συγκεντρώνω]] υλικά [[αγαθά]] ή πληροφορίες από κάποια [[πηγή]] ή πηγές<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αντλώ]] [[νερό]] ή [[άλλο]] [[υγρό]]<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> α) [[υδρεύομαι]]<br />β) (για αστέρια) [[ανατέλλω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Η [[άποψη]] ότι το [[αρύω]] [[είναι]] σύνθετο <span style="color: red;"><</span> <i>Fαρ</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> σανσκρ. <i>v</i><i>ā</i><i>r</i>- «[[νερό]]») <span style="color: red;">+</span> <b>(ενεστ.)</b> <i>ύω</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>αφ</i>-<i>ύω</i>, <i>αύω</i>) δεν [[είναι]] ικανοποιητική, ενώ η ετυμολόγηση του τ. <span style="color: red;"><</span> <i>Fαρύω</i> (<b>[[πρβλ]].</b> (<i>F</i>)<i>αρυσσάμενος</i>, <b>Ησίοδ.</b>) συνδέει το ρ. [[αρύω]] με το αρμ. <i>gerem</i> «[[αιχμαλωτίζω]], [[παίρνω]]» (<b>[[πρβλ]].</b> [[καλύπτω]] με αρχ. ιραν. <i>celim</i>). Τέλος, με μεταπτωτική [[μεταβολή]] της ρίζας του (<i>Fαρ</i>-<i>υ</i> / <i>Fερ</i>-σχετίζεται το [[αρύω]] με το [[ευρίσκω]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[βαρύς]] -[[βρίθω]]) [[καθώς]] και με το αρχ. ιραν. <i>f</i><i>ū</i><i>ar</i> «πέτυχα, βρήκα» και πιθ. με το μεσαίων, ιραν. <i>feraim</i> «[[χύνω]], [[αποβάλλω]]». Στην αττική διάλεκτο χρησιμοποιείται ο τ. <i>αρύτω</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[ανύω]] -[[ανύτω]]), ενώ στη Λεσβιακή παραδίδεται μτχ. <i>αρυτήμενοι</i> <span style="color: red;"><</span> <b>(ρ.)</b> <i>αρυτέω</i>. Το ρ. [[αρύω]] απαντά στον Ησίοδο, στην Ιωνική -Αττική και την Κοινή, με βασική [[σημασία]] «[[αντλώ]]», έχει δε παράλληλη σημασιολογική [[χρήση]] με το ρ. <i>αφύσσω</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[αρυστήρ]], [[αρύταινα]], [[αρυτήρ]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[αναρύτω]], [[απαρύω]] και <i>απαρύτω</i>, <i>διαρύω</i> και [[διαρύτω]], [[εξαρύω]], [[επαρύτω]]].
|mltxt=(και αρύομαι) (AM [[ἀρύω]], Α και ἀρύτω)<br /><b>μτφ.</b> [[αντλώ]], [[συγκεντρώνω]] υλικά [[αγαθά]] ή πληροφορίες από κάποια [[πηγή]] ή πηγές<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αντλώ]] [[νερό]] ή [[άλλο]] [[υγρό]]<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> α) [[υδρεύομαι]]<br />β) (για αστέρια) [[ανατέλλω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Η [[άποψη]] ότι το [[αρύω]] [[είναι]] σύνθετο <span style="color: red;"><</span> <i>Fαρ</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> σανσκρ. <i>v</i><i>ā</i><i>r</i>- «[[νερό]]») <span style="color: red;">+</span> <b>(ενεστ.)</b> <i>ύω</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>αφ</i>-<i>ύω</i>, <i>αύω</i>) δεν [[είναι]] ικανοποιητική, ενώ η ετυμολόγηση του τ. <span style="color: red;"><</span> <i>Fαρύω</i> (<b>[[πρβλ]].</b> (<i>F</i>)<i>αρυσσάμενος</i>, <b>Ησίοδ.</b>) συνδέει το ρ. [[αρύω]] με το αρμ. <i>gerem</i> «[[αιχμαλωτίζω]], [[παίρνω]]» (<b>[[πρβλ]].</b> [[καλύπτω]] με αρχ. ιραν. <i>celim</i>). Τέλος, με μεταπτωτική [[μεταβολή]] της ρίζας του (<i>Fαρ</i>-<i>υ</i> / <i>Fερ</i>-σχετίζεται το [[αρύω]] με το [[ευρίσκω]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[βαρύς]] -[[βρίθω]]) [[καθώς]] και με το αρχ. ιραν. <i>f</i><i>ū</i><i>ar</i> «πέτυχα, βρήκα» και πιθ. με το μεσαίων, ιραν. <i>feraim</i> «[[χύνω]], [[αποβάλλω]]». Στην αττική διάλεκτο χρησιμοποιείται ο τ. <i>αρύτω</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[ανύω]] -[[ανύτω]]), ενώ στη Λεσβιακή παραδίδεται μτχ. <i>αρυτήμενοι</i> <span style="color: red;"><</span> <b>(ρ.)</b> <i>αρυτέω</i>. Το ρ. [[αρύω]] απαντά στον Ησίοδο, στην Ιωνική -Αττική και την Κοινή, με βασική [[σημασία]] «[[αντλώ]]», έχει δε παράλληλη σημασιολογική [[χρήση]] με το ρ. <i>αφύσσω</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[αρυστήρ]], [[αρύταινα]], [[αρυτήρ]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[αναρύτω]], [[απαρύω]] και <i>απαρύτω</i>, <i>διαρύω</i> και [[διαρύτω]], [[εξαρύω]], [[επαρύτω]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀρύω:''' Αττ. [[ἀρύτω]] <i>[ῠ]</i>, παρατ. [[ἤρυον]], αόρ. αʹ <i>ἤρῠσα</i> — Μέσ. μέλ. ἀρύσομαι [ῠ], αόρ. αʹ <i>ἠρῠσάμην</i>, Επικ. μτχ. <i>ἀρυσσάμενος</i> — Παθ. αόρ. αʹ ἠρύθην [ῠ]· [[αντλώ]] [[νερό]] ή οποιοδήποτε [[άλλο]] [[υγρό]], ἀρυσσάμενος ποταμῶν [[ἄπο]], έχω τραβήξει, αντλήσει [[νερό]] από τα ποτάμια, σε Ησίοδ.· <i>ἀρύσασθαι ἀπὸ τοῦ ποταμοῦ</i>, σε Ξεν.· με αιτ., ἀρύσασθαι [[πῶμα]], σε Ευρ.· με γεν. διαιρ., <i>ἀρύτεσθαι Νείλου ὑδάτων</i>, αντλεί από τα νερά του Νείλου, σε Αριστοφ.· <i>ἐςτὸν κόλπον τρὶς ἀρυσάμενος τοῦ ἡλίου</i>, άντλησε από τις ακτίνες του ήλιου στον [[κόλπο]] του, σε Ηρόδ.
}}
}}