3,274,921
edits
(3) |
(1b) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀτερπής:''' -ές ([[τέρπω]]), [[δυσάρεστος]], [[θλιμμένος]], [[μελαγχολικός]], σε Όμηρ., Αισχύλ.· <i>ἀτερπέστερον εἰς ἀκρόασιν</i>, λιγότερο ελκυστικό στα αυτιά, σε Θουκ. | |lsmtext='''ἀτερπής:''' -ές ([[τέρπω]]), [[δυσάρεστος]], [[θλιμμένος]], [[μελαγχολικός]], σε Όμηρ., Αισχύλ.· <i>ἀτερπέστερον εἰς ἀκρόασιν</i>, λιγότερο ελκυστικό στα αυτιά, σε Θουκ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀτερπής:''' <b class="num">1)</b> безрадостный, печальный ([[χῶρος]] Hom.; [[πέτρα]] Aesch.; λόγοι Eur.);<br /><b class="num">2)</b> неприятный (ἐς ἀκρόασιν Thuc.; θεᾶσθαι Xen.; [[ὀρχηστής]] Plut.);<br /><b class="num">3)</b> мучительный, жестокий ([[λιμός]] Hom.; νούσων [[ἑσμός]] Aesch.). | |||
}} | }} |