Anonymous

ἀτερπής: Difference between revisions

From LSJ
3
(6)
(3)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀτερπής]], -ές και [[ἄτερπος]], -ον (Α) [[τέρπω]]<br /><b>1.</b> αυτός που δεν παρέχει [[τέρψη]], ο [[δυσάρεστος]]<br /><b>2.</b> όποιος δεν απολαμβάνει [[κάτι]] ή δεν ευχαριστιέται με [[κάτι]].
|mltxt=[[ἀτερπής]], -ές και [[ἄτερπος]], -ον (Α) [[τέρπω]]<br /><b>1.</b> αυτός που δεν παρέχει [[τέρψη]], ο [[δυσάρεστος]]<br /><b>2.</b> όποιος δεν απολαμβάνει [[κάτι]] ή δεν ευχαριστιέται με [[κάτι]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀτερπής:''' -ές ([[τέρπω]]), [[δυσάρεστος]], [[θλιμμένος]], [[μελαγχολικός]], σε Όμηρ., Αισχύλ.· <i>ἀτερπέστερον εἰς ἀκρόασιν</i>, λιγότερο ελκυστικό στα αυτιά, σε Θουκ.
}}
}}