3,274,919
edits
(6) |
(3) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀτερπής]], -ές και [[ἄτερπος]], -ον (Α) [[τέρπω]]<br /><b>1.</b> αυτός που δεν παρέχει [[τέρψη]], ο [[δυσάρεστος]]<br /><b>2.</b> όποιος δεν απολαμβάνει [[κάτι]] ή δεν ευχαριστιέται με [[κάτι]]. | |mltxt=[[ἀτερπής]], -ές και [[ἄτερπος]], -ον (Α) [[τέρπω]]<br /><b>1.</b> αυτός που δεν παρέχει [[τέρψη]], ο [[δυσάρεστος]]<br /><b>2.</b> όποιος δεν απολαμβάνει [[κάτι]] ή δεν ευχαριστιέται με [[κάτι]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀτερπής:''' -ές ([[τέρπω]]), [[δυσάρεστος]], [[θλιμμένος]], [[μελαγχολικός]], σε Όμηρ., Αισχύλ.· <i>ἀτερπέστερον εἰς ἀκρόασιν</i>, λιγότερο ελκυστικό στα αυτιά, σε Θουκ. | |||
}} | }} |