γόνος: Difference between revisions

1,420 bytes added ,  31 December 2018
1b
(3)
(1b)
Line 33: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''γόνος:''' ὁ και ἡ (γί-γνομαι),<br /><b class="num">I. 1.</b> όπως το [[γονή]], αυτό που γεννιέται ή γεννήθηκε, [[απόγονος]], τέκνο, [[παιδί]], σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.· ὁ Πηλέως [[γόνος]], ο [[γιος]] του Πηλέα, σε Σοφ.·<br /><b class="num">2.</b> [[κάθε]] είδους [[προϊόν]]· λέγεται για τα ορυχεία αργύρου στο Λαύριο, σε Αισχύλ.· επίσης για την [[εισφορά]], σε Αριστοφ.<br /><b class="num">3.</b> ἐς ἔρσενα [[γόνον]], σε κάποιον από τους άρρενες, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> όπως το [[γένος]], η [[γενιά]], η [[οικογένεια]], η [[καταγωγή]], η [[φυλή]] κάποιου, σε Ομήρ. Οδ.
|lsmtext='''γόνος:''' ὁ και ἡ (γί-γνομαι),<br /><b class="num">I. 1.</b> όπως το [[γονή]], αυτό που γεννιέται ή γεννήθηκε, [[απόγονος]], τέκνο, [[παιδί]], σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.· ὁ Πηλέως [[γόνος]], ο [[γιος]] του Πηλέα, σε Σοφ.·<br /><b class="num">2.</b> [[κάθε]] είδους [[προϊόν]]· λέγεται για τα ορυχεία αργύρου στο Λαύριο, σε Αισχύλ.· επίσης για την [[εισφορά]], σε Αριστοφ.<br /><b class="num">3.</b> ἐς ἔρσενα [[γόνον]], σε κάποιον από τους άρρενες, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> όπως το [[γένος]], η [[γενιά]], η [[οικογένεια]], η [[καταγωγή]], η [[φυλή]] κάποιου, σε Ομήρ. Οδ.
}}
{{elru
|elrutext='''γόνος:''' ὁ редко ἡ<br /><b class="num">1)</b> рождение, произведение на свет: γόνῳ Lys. и γόνῳ γεγονώς Dem. по рождению, природный, кровный; γόνῳ κτίσαι τινά Aesch. произвести на свет кого-л.;<br /><b class="num">2)</b> семенная жидкость, семя ([[σπέρμα]] καὶ γ. Plat.; τὸν [[γόνον]] ἐξουρεῖν Arst.);<br /><b class="num">3)</b> отпрыск, дитя ([[Διός]] Hom.; Πηλέως Soph.);<br /><b class="num">4)</b> собир. потомство, дети ([[νεώτατος]] γόνοιο Hom.; φιτύειν [[γόνον]] Aesch.): [[ἄπαις]] ἔρσενος γόνου Her. не имеющий мужского потомства;<br /><b class="num">5)</b> собир. детеныши (οἰῶν Hom.);<br /><b class="num">6)</b> (у животных) яички (τῶν μελιττῶν Arst.; κανθάρου Plut.) или икра (ἰχθύων Arst.);<br /><b class="num">7)</b> родословная ([[γόνον]] τινὸς ἐξαγορεύειν Hom.);<br /><b class="num">8)</b> биол. пол ([[ἔρσην]] γ. Her.);<br /><b class="num">9)</b> произведение, плод (ἀμπέλου Anacr.): γ. [[πλουτόχθων]] Aesch. богатства земных недр.
}}
}}